Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Ο ηδύς μορμυρισμός του ρύακος και η τελική νίκη επί της λήθης στην Εξοχική Λαμπρή του Παπαδιαμάντη


Ο Νικολάι Νικολάεβιτς, πρώην ιερωμένος, οπαδός των απόψεων του Τολστόι και μυθιστορηματικός  ήρωας του Πάστερνακ,  ανέπτυσσε διάφορες θεωρίες για τον Χριστιανισμό και την κοινωνία. Για παράδειγμα,  έλεγε ότι η ιστορία δεν είναι επιστήμη,  αλλά αποτελεί  ένα δεύτερο σύμπαν. Αυτό το σύμπαν συντηρείται από την κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων δράσεων,  που με τη βοήθεια του χρόνου και της μνήμης,  αντιπαρατίθεται στο φαινόμενο του θανάτου.


«Γράφω από τις τας αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας», δηλώνει ευθέως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του Φτωχός Άγιος, επιχειρώντας την κατάδυση σε ένα προσωπικό  του Σύμπαν όπου θα τον ακολουθήσουν οι αναγνώστες του περιβεβλημένοι και αυτοί από τη θαλπωρή των αφηγήσεων της γραίας μάμμης ή της θείας που άκουγε και αυτός ως παιδί, συνθέτοντας την απρόσιτη αυτή συνθήκη εκπλήρωσης που αρκετοί χαρακτηρίζουν, ίσως βιαστικά,  ηθογραφία.

Με απόλυτη πειστικότητα ο αφηγητής ταυτίζεται  με το συγγραφέα καθώς κανείς δεν διανοείται να αμφισβητήσει ότι το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του δεν είναι μυθοπλασία φτιαγμένη στο εργαστήρι του συγγραφέα,  αλλά απλά και μόνο καταγραφή βιωμένης εμπειρίας ή αφηγήσεων που έχει ακούσει από τα προσφιλή του γραΐδια. Επομένως «Αναμνήσεις της Εορτής των Φώτων» χαρακτηρίζεται το διήγημά του Σημαδιακός, «Αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας» είναι ο Πτωχός Άγιος, με την έννοια  ότι σχεδόν παντού υπονοείται ότι αυτά είναι βιωμένη εμπειρία του που, όπως είπαμε, υπό την ρέμβη των αναμνήσεων αποφασίζει να αφηγηθεί.

Ο ρόλος της μνήμης επομένως είναι καθοριστικός. Και αξίζει να παρατηρήσουμε, με δεδομένη την σημασία της για την αφήγηση,  μια εμμονική καθήλωση του Παπαδιαμάντη όχι μόνο στη χρήση της και την επίκλησή της – υψίστης σημασίας βεβαίως για τη νίκη κάθε αφήγησης επί του θανάτου – αλλά και στη σπουδή της. Είναι γνωστό, και ίσως εξηγεί κάπως το ενδιαφέρον του αυτό, πως οι κολυβάδες μοναχοί της συντροφιάς του είχαν εντρυφήσει στους κανόνες της μνημονοτεχνικής. Ας μην ξεχνάμε τον ξακουστό Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη με την αστείρευτη μνήμη του (πρβλ. Η ακένωτος μνήμη του Αγίου Νικοδήμου ο οποίος εξηγούσε τους κανόνες που εφάρμοζε για να μπορεί να θυμάται από στήθους τεράστια κείμενα της λειτουργίας). ΄Ετσι, στο Σημαδιακό επιβεβαιώνουμε τις επιρροές με την αναφορά στην «ακένωτο μνήμη της μάμμης», στα εικοσιπενταράκια που αντιστοιχούν σε άσματα των Φώτων που αραδιάζει ο καπετάν Θανασός στα παιδιά αλλά και στα ανάποδα φορεμένα ρούχα του Μανουήλ Προυσαλή (πρβλ. Ίχνη της μνήμης στο Σημαδιακό του Παπαδιαμάντη )  - σαφής υπαινιγμός στις τεχνικές της υπόμνησης.

Το διήγημά του Εξοχική Λαμπρή, «παιδικαί αναμνήσεις» και αυτό συγκροτεί επίσης μια ιδιόμορφη «αφιέρωση» στις ιδιότητες της μνήμης μια πολύ ενδιαφέρουσα σπουδή στις αθέατες όψεις της.


Στην Εξοχική Λαμπρή,  είμαστε μάρτυρες της νοσταλγικής εξιστόρησης της πλάνης και της μεταμέλειας του παπα – Κυριάκου που φτάνει στα όρια της ηθικής πτώσης αλλά ευτυχώς δεν τα υπερβαίνει. Ο ιερέας αυτός σχεδόν διέκοψε τη λειτουργία της Ανάστασης στο δυσπρόσιτο χωριουδάκι των Καλυβιών υποπτευόμενος ότι ο συνεφημέριός του που έμεινε πίσω τον είχε εξαπατήσει με τα χρήματα από το παγκάρι. Η νίκη της μνήμης επί του θανάτου  επιστρατεύει και τις μυθικές πλευρές της μνήμης και της λήθης – συμβόλου βεβαίως του ηθικού θανάτου - που παρεισφρέουν στην αφήγηση. Ο παπά – Κυριάκος, ενώ έχει εγκαταλείψει το ποίμνιό του και την αξιοπρέπειά του, την υστάτη ώρα συνέρχεται και δεν πίνει το νερό της λησμονιάς.*





«Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη το ύδωρ. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχεί ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
- Εγώ έχω να λειτουργήσω είπε, και πίνω νερό;…
Και δεν έπιε.
Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
-Τί κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;
Και ποιήσας το σημείον του σταυρού:
-Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! Μη με συνερισθής.»

Η φώτιση από την πλάνη, τον ηδύ μορμυρισμό του προφορικού λόγου που σε κάνει να ξεχνάς, η επαναφορά στην ηθική τάξη –το ενθυμήθη, ανένηψεν – μετά την πτώση που προεκλήθη από την εκμαυλιστική λήθη, η σωτηρία του ιερέα και η ανακουφιστική λαμπριάτικη ευωχία, είναι αφορμή για μια σπουδή στην μνήμη και στη λήθη και στις αμφίβολες και «ανυπόληπτες» όψεις της.

Πρώτο παράδειγμα επισήμανσης της ανεπάρκειας του προφορικού λόγου: ο μπαρμπ’ Αναγνώστης, άνθρωπος που διαψεύδει το όνομά του εφ’όσον

«τα ήξευρεν απ’ έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο να αναγνώσει τίποτε από μέσα.»

Ο μπαρμπ’ Αναγνώστης μπορούσε να λέει απ’έξω την προκαταρκτική προσευχή, τον Κανόνα, το Κύματι θαλάσσης αλλά δεν μπορούσε περισσότερο - δεν μπορούσε να «αναγνώσει» παρά μόνο όσα ήδη από στήθους εγνώριζε. Δεν είναι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης  ο οποίος μπορεί αφού του κρύβουν το βιβλίο να απαγγείλει τα κείμενα των Προφητειών. Σφάλμα επομένως του παπα – Κυριάκου να εμπιστευτεί τον μη δυνάμενο να αναγνώσει – Αναγνώστη. Σφάλμα που οφείλεται στο ότι ο ίδιος είναι θύμα της λήθης και δεν θυμάται:


-Πού πας; επέμενεν ο μπαρμπα – Μηλιός.
-Ας διαβάζει ο μπαρμπ’ Αναγνώστης τας Πράξεις των Αποστόλων, κ’έφτασα.
Ελησμόνει ότι ο μπαρμπ’ Αναγνώστης δεν ηδύνατο να αναγνώση άλλα ή όσα από στήθους εγνώριζεν.

Επόμενο παράδειγμα ο παρεφθαρμένος προφορικός λόγος: ο μπαρμπα – Κίτσος, ο χωροφύλακας. Ο μπάρμπα – Κίτσος είναι και αυτός θύμα της λήθης, εφ’ όσον είναι

«λησμονημένος από βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον στα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι.»





Μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου ο μπάρμπα – Κίτσος, εφόσον είναι αμφίβολο το αν έχει καταγραφεί στα μητρώα η ύπαρξή του. Ο τρόπος που ψάλλει το Χριστός Ανέστη είναι ιδιάζων:



«Κ’στό –μπρέ –Κ’στός ανέστη

εκ νεκρών θ α ν ά τ ω ν

θάνατον μ π α τ ή σ α ς,

κ’έντοις – έντοις μνήμασι,

ζωήν π α μ μ α κ α ρ ι σ τ ε!»


Όμως, ο Παπαδιαμάντης θα παραδεχθεί ότι «ουδείς ποτε έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος ενθουσιασμού»,

Αυτές οι παραφθορές του προφορικού λόγου, παρά το ότι αναφέρονται αρχικά με εύθυμη διάθεση από τον Παπαδιαμάντη, όπως και το «άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων οι κερατάδες την εικόνα σου τη σεπτή», διαφέρουν από τον αδιάφορο και πλανερό μορμυρισμό του ύδατος – τον προφορικό λόγο των ασεβών – και όχι μόνο δικαιολογούνται και συγχωρούνται αλλά και καταγράφονται με σχολαστική λεπτομέρεια για να μνημονεύονται εσαεί με αγάπη και νοσταλγία. Μπορεί τα μητρώα των Βαυαρών χωροφυλάκων να μην κατέγραψαν την υπηρεσιακή κατάσταση του μπαρμπα Κίτσου, αλλά η νίκη της γραφής επί της λήθης συνετελέσθη εφόσον κατεγράφη το αληθινό «θανάτων θάνατον μπατήσας».

Διαφέρει δηλαδή  η παραφθορά του λόγου των προσφιλών αγαθών και ταπεινών ηρώων διαφέρει από την παραφθορά – «οι λέξεις δεν διακρίνοντο» των ασθματικών λόγων του γιου του παπα Κυριάκου, των λόγων που σπέρνουν τη σύγχυση και τον κάνουν να παρατήσει τη λειτουργία. Ο ψιθυρισμός – «ψιθυρισμοί ηκούοντο» - η μεταφορά χαμηλοφώνως ψευδών και παρεφθαρμένων ειδήσεων, είναι της ίδιας τάξεως με τον σαγηνευτικόν, εκμαυλιστικό και ηδύ μορμορισμό του ρύακος.
Από την άλλη, υπάρχει ο παρεφθαρμένος προφορικός λόγος της αλήθειας, ο λόγος του Κίτσου που από την καρδιά του ψάλλει μεγαλοφώνως και με ενθουσιασμό καθώς και των προσφιλών βραδυγλώσσων και μογιλάλων που με σχολαστική ακρίβεια καταγράφει στο Γουτού Γουπατού και αλλού.  Και στον αντίποδα του μορμορυσμού του ρύακος βρίσκονται οι θορυβώδεις ήχοι του μπαρμπα  - Αναγνώστη, που από στήθους γνωρίζει τη μέρος της λειτουργίας και που με το σήμαντρο από ξύλο καρυάς, «θορυβωδῶς, κρού(ει), ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς».





* Τα αποσπάσματα από το κείμενο προέρχονται από το Δεύτερο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, Κριτική Έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, από τις Εκδόσεις Δόμος (1989)



Η εικονογράφηση είναι του Νικόλα Ανδρικόπουλου, από την "Εξοχική Λαμπρή" σε απόδοση Κώστα Πούλου, εκδόσεις Παπαδόπουλος

Πηγές εικόνων από το διαδίκτυο:

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/9/91/Vincent_van_Gogh,_Beach_with_Figures_and_Sea_with_Ship.JPG
 http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/8b/The_Sower_-_painting_by_Van_Gogh.jpg
http://www.nits.nl/lists/famous/potatoeaters.jpg

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Ίχνη της μνήμης στον "Σημαδιακό" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία

«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: εκεί τα πράγματα τα κάνουν αλλιώς»

Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του L. P. Hartley «Ο μεσάζων» που ίσως είναι πιο γνωστό από την κινηματογραφική ταινία με τον Άλαν Μπαίητς και τη Τζούλι Κρίστι. Ο εξηντάχρονος Λήο Κόλστον αναπολεί το παρελθόν και τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας με αντιφατικά αισθήματα νοσταλγίας. Προσπαθεί να κλείσει τους λογαριασμούς του με τα οδυνηρά γεγονότα που συνέβησαν τότε, γεγονότα που συνδέονται με την εμπλοκή του μικρού Λήο, του μεσάζοντα, του αγγελιαφόρου στην επικοινωνία μεταξύ δύο εραστών της Μάριαν και του Τεντ. Η ιστορία είχε τραγική κατάληξη, την αυτοκτονία του Τεντ.




Από την ταινία "Ο Μεσάζων"

Στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας – αναμνήσεις της εορτής των Φώτων δηλώνεται κάτω από τον τίτλο - αναφέρεται και το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ο Σημαδιακός» . Η Σκιάθος των παιδικών χρόνων είναι μια άλλη χώρα, όπου τα πράγματα ίσως να φαίνεται ότι τα κάνουν αλλιώς. Όπως φαίνονται όταν είσαι από απόσταση, «από της σμικρωτάτης νήσου του Δασκαλειού» εκείνο το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου, της Παραμονής των Φώτων, κάποιος θα έβλεπε ένα φαντασμαγορικό θέαμα με τα «ποικίλα φώτα διασχίζοντα καθ’ όλας τας διευθύνσεις τας οδούς της πολίχνης».

Χωρίς το βάρος ενός τραγικού τέλους, η ιστορία των δύο μεσαζόντων, των δύο παιδιών που θα μεταφέρουν ένα ερωτικό μήνυμα, αποδίδει ωστόσο έντονα την αμηχανία και την περιέργεια με τις οποίες αντιμετωπίζει η παιδική ηλικία τον μυστήριο και σαγηνευτικό κόσμο των ενηλίκων, όπου ο Έρωτας ρίχνει τα βέλη του και όπου συμβαίνουν σκανδαλώδη «ανόητα και γελοία πράγματα».

Ένας αλλόκοτος, αιωνίως ερωτευμένος, με τα προσωνύμια ο Σημαδιακός ή αλλιώς ο Διπλοκαημός, μια ερωτική επιστολή – ένα «επιστολίδιον» - προς το αντικείμενο του έρωτά του, δυο παιδιά δώδεκα και δέκα ετών που έχουν βγει για να τραγουδήσουν τα «συνήθη άσματα» της παραμονής των Φώτων και που εξαναγκάζονται μετά την αρπαγή του σκούφου ενός εξ αυτών να το επιδώσουν και να «φέρουν σημάδι» από την κόρη που αποτελεί το αντικείμενο του πόθου του «εθελόκομψου» Διπλοκαημού.

Δεν είναι το μοναδικό διήγημα του Παπαδιαμάντη όπου αντλεί με νοσταλγία από αυτή την «άλλη χώρα», τη Σκιάθο της παιδικής του ηλικίας, της νοσταλγίας και των αναμνήσεων. Και δεν είναι το μοναδικό «Εορταστικό διήγημα» όπου θησαυρίζονται και καταγράφονται ευλαβικά οι «αναμνήσεις της εορτής των Φώτων», στίχοι τραγουδιών, διάλογοι της καθομιλουμένης, οι συνήθειες των ανθρώπων του νησιού. Πιστεύω ωστόσο ότι εδώ, εκτός από αυτή τη λειτουργία, την νοσταλγική περιπλάνηση ο Παπαδιαμάντης επιχειρεί παράλληλα μια σπουδή στις ιδιότητες της μνήμης και της αποτύπωσης.

Αναφέρεται στις «ακένωτες πηγές της μνήμης της γηραιάς μάμμης» από τις οποίες οι δύο αυτοσχέδιοι νεαροί μελωδοί της παραμονής των, Φώτων ο Σωτήρος και ο Αλέκος («ο οποίος έμελλε να μείνει ξεσκούφωτος και άσημος…συρράπτης επιφυλλίδων» ) έπρεπε να αντλήσουν για να βρουν άσματα των Φώτων κατάλληλα να ικανοποιήσουν τας καθόλου «μετρίας απαιτήσεις» του καπετάν Θανασού. Είναι βέβαιον ότι ο Παπαδιαμάντης με αυτή την έκφραση, αποτίει φόρο τιμής στις παραδόσεις της μνημονοτεχνικής των κολλυβάδων και των άλλων τεχνασμάτων της λαϊκής προφορικής παράδοσης.

Οι ακένωτες πηγές της μνήμης παραπέμπουν ευθέως στην ακένωτο μνήμη του Αγίου Νικοδήμου και αν λάβουμε υπ’ όψη μας την εισαγωγή στο «Συμβουλευτικό εγχειρίδιο ή περί Φυλακής των πέντε αισθήσεων» (1) ο Άγιος Νικόδημος αντλεί από τη λόγια παράδοση της μνημονοτεχνικής όπως αυτή αναπτύχθηκε στην αρχαιότητα και το Μεσαίωνα. Στη λογία παράδοση ανήκουν επίσης οι imagines agentes:οι ισχυρές χαρακτηριστικές εικόνες στις οποίες πρέπει ο ρήτωρ να αντιστοιχίζει μέρη του λόγου που θα εκφωνήσει – εικόνες οι οποίες ανακαλούν λέξεις ή ολόκληρες προτάσεις.

Ανάλογη ισχύ με τις imagines agentes έχουν τα συμβολικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν στις κοινωνίες του προφορικού λόγου (στην Αφρική μέχρι πρόσφατα) που λειτουργούν συμβολικά και πρακτικά σαν «σταθεροποιητές» του λόγου. Τέτοια "κειμενικά αντικείμενα" υπάρχουν όχι μόνο με τη μορφή της εικονογραφικής γραφής που υφαίνεται με χάντρες, χαράσσεται σε ξύλινους πίνακες ή ραβδιά αλλά και ως μοναδικά αντικείμενα: ένα κόκαλο, μια πέτρα, ένα φτερό που αντιστοιχούν σε μια φράση ή μια παροιμία και την «παγιδεύουν» σαν συσκευές μνήμης.

Μια συμβολική χειρονομία όπως να δέσει κανείς ένα κόμπο στο μαντήλι για να θυμηθεί κάτι, να φορέσει κάτι ανάποδα, ακόμα και σήμερα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Φορέας της μνημονοτεχνικής σημείωσης ο ίδιος ο Σημαδιακός, ο οποίος
«εφόρει το ζωνάρι του ως σαρίκι. Άλλοτε πάλι είχεν άλλας ιδιοτροπίας. Εφόρει τες κάλτσες του ως χειρόκτια».


Τα «σημάδια», τα μνημονικά αντικείμενα στα οποία ανατρέχουν οι νεαροί μελωδοί για να μπορέσουν να φτάσουν τον αριθμό των ασμάτων των Φώτων που τους ζητείται, είναι νομίσματα που παρατάσσει μπροστά τους ο καπετάν Θανασός* .



Νομίσματα της εποχής του Όθωνα



«Είναι αληθές ότι ο καπετάν Θανασός παρέτασσεν επί της εστίας, τόσα εικοσιπενταράκια τούρκικα ή ελληνικά του Όθωνος, όσο ήσαν και τα παρ΄αυτού απαιτούμενα άσματα και έλεγεν: «Αυτό είναι για μένα, αυτό για την καπετάνισσα, αυτό για το καράβι…αυτό για τον Κωνσταντή, για το Γιάννη, για τον Παναγή, για το Βασίλη, για τον Αντρέα, για το Γιωργή…αυτό για την Φλωρού, για τη Σινιωρίτσα, …αυτά τα δύο για το Μπραϊνάκι…κι αυτό για το Γηρακώ…»

Το διήγημα του Παπαδιαμάντη, λειτουργεί το ίδιο σαν μνημονικό αντικείμενο, σαν φάκελος όπως ο «χρυσίζων διανθισμένος φάκελος» που περιείχε το επιστόλιον του ερωτευμένου Διπλοκαημού, που με άφατη συγκίνηση μεταφέρει σημάδια από το παρελθόν.


Το ένα σημάδι είναι μια καταγραφή. Είναι το τελευταίο άσμα, αυτό που «έφερε εις τους οφθαλμούς της μάμμης δάκρυα»:

Κυρά μου, τα παιδάκια σου κυρά μου τ΄ ακριβά σου,
Καράβι τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν
Και με τ΄αφέντη την ευχή γρόσα πολλά θα φέρουν.
Κι ο κυρ Βοριάς τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει,
Σπρώχνε Βοριά τα κύματα να μόρθει το παιδί μου,
Τ’ αγαπημένο μου πουλί και το ξεπεταρούδι,
Ανάθρεμμα της αγκαλιάς, της ξενητειάς λουλούδι!.

Η επίκληση στου Βοριά τα κύματα να φέρουν το μικρότερο από τα παιδιά της από την ξενητειά.

Ποιο είναι το άλλο σημάδι;

Με τρόπο τρυφερό και αμήχανο, χωρίς να διευκρινήσει ότι πρόκειται για τον εαυτό του, εξακολουθώντας να μιλά ως να πρόκειται για κάποιον άλλο, έχοντας ωστόσο πάρει την απόφαση να «εκθέσει» μια εικόνα από το παρελθόν στο διήγημα, κρύβει και διπλώνει τη μορφή του Αλέκου, του δεκαετή νεαρού μελωδού, ο οποίος σε ώριμη ηλικία θα γίνει «ραψωδός» και θα «συρράπτει επιφυλλίδες». Όπως αργότερα, χωρίς να τολμήσει να σηκώσει το βλέμμα προς το φακό ο Παπαδιαμάντης υπέκυψε στην επιτακτική παράκληση του Παύλου Νιρβάνα και δέχτηκε να φωτογραφηθεί.(2)


Ο Αλέκος διστάζει να σταθεί μόνος στο συμβολικό φακό και έτσι απεικονίζεται συντροφιά με τον εξάδελφό του τον Σωτήρο.





Ο Αλέκος, του οποίου η παιδική περιέργεια περί τα ερωτικά «δεν ανεπαύετο» ήτο «φράγκος», δηλ. εφόρει κακόζηλα στενά εξ εγχωρίου υφάσματος, και κασκέτον. Εκράτει μόνον λεπτήν ράβδον.

Σαν τον Γαβριά στους Αθλίους, σαν τον Ρεμί του «Χωρίς οικογένεια».



Ο Σωτήρος που έφερε νησιωτικό ένδυμα «εκράτει δε και το φανό» μοιάζει σαν το παιδί με το φανό στην εικονογράφηση στης Στραβοκώσταινας (3) του Αργύρη Εφταλιώτη από το Δημήτρη Ανδρικόπουλο.




* Τα αποσπάσματα από το κείμενο προέρχονται από το Δεύτερο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, Κριτική Έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, από τις Εκδόσεις Δόμος (1989)

(1) Η ακένωτος μνήμη του Αγίου Νικοδήμου, στο http://waxtablets.blogspot.com/2008/02/blog-post.html
(2) http://cacofonix-cacofonix.blogspot.com/2008/02/blog-post_09.html
(3) Η Στραβοκώσταινα του Αργύρη Εφταλιώτη, στα Ελληνικά Διηγήματα, Απόδοση Κώστας Πούλος, Εικονογράφηση Νικ. Ανδρικόπουλος, Εκδόσεις Παπαδόπουλος